- χαρμόσυνος, -η
- -ο επίρρ. -α ο πρόξενος χαράς, ο ευφρόσυνος, ο χαροποιός: Η ημέρα αυτή είναι χαρμόσυνη για μένα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρμόσυνος — joyful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμόσυνος — η, ο / χαρμόσυνος, ύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ αυτός που ενέχει ή που προκαλεί χαρά (α. «χαρμόσυνη είδηση» β. «κροτεῑν λαμπρὸν καὶ χαρμόσυνον», Γρηγ Ναζ.) αρχ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαρμόσυνα (ενν. ἱερά) γιορτή χαράς νεοελλ. το αρσ. ως … Dictionary of Greek
χαρμοσύνως — χαρμόσυνος joyful adverbial χαρμόσυνος joyful masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμόσυνον — χαρμόσυνος joyful masc acc sg χαρμόσυνος joyful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμοσύνη — χαρμόσυνος joyful fem nom/voc sg (attic epic ionic) χαρμοσύνη joyfulness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμοσύνην — χαρμόσυνος joyful fem acc sg (attic epic ionic) χαρμοσύνη joyfulness fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμοσύνης — χαρμόσυνος joyful fem gen sg (attic epic ionic) χαρμοσύνη joyfulness fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμοσύνοις — χαρμόσυνος joyful masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμοσύνου — χαρμόσυνος joyful masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμοσύνῃ — χαρμόσυνος joyful fem dat sg (attic epic ionic) χαρμοσύνη joyfulness fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)